ἀποβιβάζει

ἀποβιβάζει
ἀποβιβάζω
make to get off
pres ind mp 2nd sg
ἀποβιβάζω
make to get off
pres ind act 3rd sg
ἀποβιβάζω
make to get off
pres ind mp 2nd sg
ἀποβιβάζω
make to get off
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • αρματαγωγό — το πολεμικό πλοίο, ειδικά κατασκευασμένο ώστε να μεταφέρει στο κύτος του και να αποβιβάζει από την πλώρη του άρματα μάχης …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… …   Dictionary of Greek

  • αρματαγωγό — το πολεμικό πλοίο κατάλληλο να μεταφέρει και να αποβιβάζει άρματα μάχης στις αποβατικές επιχειρήσεις: Οι στόλοι διαθέτουν σήμερα αρκετά αρματαγωγά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”